- συνόδων
- -οντος, ὁ Ατο ψάρι συνόδους*.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -όδων (< ὀδών, ὀδόντος), πρβλ. προ-όδων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνόδων — σύνοδος 1 masc/fem gen pl σύνοδος 2 assembly fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνόδων — συνόδων , σύνοδος 1 masc/fem gen pl συνόδων , σύνοδος 2 assembly fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ACTA Conciliorum — una, cum Canonibus, colligi et recitari coepêre, postquam nudi prius Canones in unum corpus fuissent congesti; qui modus colligendi multum profuit ad historiam et seriem rei gestae. In iis enim plerumque recensentur disputationes et argumenta de… … Hofmann J. Lexicon universale
συνοδικό Κίνημα — Κίνημα για τη μεταρρύθμιση της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (14ος 15ος αι.). Εκδηλώθηκε στους ανώτερους κύκλους της Καθολικής Εκκλησίας και ανάμεσα στους δυτικοευρωπαίους φεουδάρχες. Υποστήριζε την κυριαρχία των Οικουμενικών Συνόδων επί του… … Dictionary of Greek
АГАПИЙ СТАРШИЙ — [греч. ̓Αγάπιος ῾Ιερομόναχος ὁ Πρεσβύτερος, в миру Леонард Асимакис] (1741, Димицана, Аркадия 14.02.1815, Аргос), иером., греч. просветитель. Учился в «тайной школе» мон ря Философу и в Триполи (Центр. Пелопоннес). В 1758 г. отправился в К поль;… … Православная энциклопедия
PATRUM Canones — dictus Codex Canonum, Graece Βίβλος Κανόνων, alias Corpus Canonum, item Corpus Codicis Canonum; Post tempora enim Synodi Nicaenae primae, Ecclesia duplici iure uti coepit, divinâ, quod in S. Literis et canonicô, quod in Canonum Codice… … Hofmann J. Lexicon universale
αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… … Dictionary of Greek
πηδάλιο — Βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιέχει τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των οικουμενικών και των τοπικών Συνόδων, καθώς και τους κανόνες της Συνόδου της Καρχηδόνας και διάφορων πατριαρχών. Όλοι οι κανόνες είναι γραμμένοι σε… … Dictionary of Greek
πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek